- περίπτερος
- -η, -ο / περίπτερος, -ον, ΝΑαρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών»)αρχ.1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα2. αυτός που περιβάλλεται από στοά3. μτφ. μεγαλοπρεπής4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίπτερονα) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ ἄκρον τῆς ὀροφῆς»β) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψηλόν, πανταχόθεν ἐξέχον ἤ στέγην ἔχουσαν ἐξοχήν»5. φρ. «περίπτερα πυρός» — οι σπινθήρες και οι φλόγες τής φωτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κατά-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.